- αμμόδεντρο
- (ammodendrum). Γένος αείφυλλων θάμνων της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των στεπών της Σιβηρίας. Είναι φυτά ακανθώδη, ξηροφυτικά, με φύλλα πτεροειδή. Τα άνθη τους είναι λευκά ή κιτρινωπά και σχηματίζουν βοτρυοειδείς ταξιανθίες. Το είδος α. το σιεβέρσειο καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό για το ωραίο αργυρόχρωμο φύλλωμά του.
Dictionary of Greek. 2013.